- ῥήχη
- ῥᾶχοςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric ionic)ῥᾶχοςneut nom/voc/acc dual (doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρήχη — η, Ν βλ. ρηχία … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
βατιάκη — βατιάκη, η (Α) κούπα ρηχή και πλατύστομη. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως, εάν ληφθεί υπ όψιν η πληροφορία του Αθήναιου (11, 784 α) ότι η Βατιάκη είναι περσική φιάλη. Ο τ. συνδέθηκε με… … Dictionary of Greek
βραχύτητα — η (AM βραχύτης) [βραχύς] 1. η έλλειψη ύψους ή μήκους 2. (για χρόνο) η συντομία 3. το να είναι συλλαβή ή φωνήεν βραχύ αρχ. 1. η στενότητα 2. (για θάλασσα) το να είναι ρηχή 3. η πενία, η απορία … Dictionary of Greek
δακρύβρεκτος — και δακρύβρεχτος, η, ο 1. ο βρεγμένος με δάκρυα 2. όποιος έχει δακρυσμένα μάτια, ο δακρυσμένος 3. (ειρωνικά, για θεατρικά κ.λπ. έργα) εκείνος που προκαλεί εύκολη, ρηχή συγκίνηση στο κοινό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + βρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1839 … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
ξερατό — το 1. ξέρασμα, εμετός, έμεσμα 2. μτφ. οτιδήποτε προκαλεί αηδία, λ.χ. φαγητό, λόγος, συμπεριφορά 3. στον πληθ. τα ξερατά ναυτ. μικροί ύφαλοι που γίνονται ορατοί μόνον όταν αποτραβιούνται τα νερά ή όταν η θάλασσα είναι ρηχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξερνώ, με … Dictionary of Greek
πλακί — το, Ν είδος λαδερού φαγητού μαγειρεμένου σε ρηχή χύτρα ή σε ταψί. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλακίον, υποκορ. τού πλάξ. Η λ. δήλωνε αρχικά την πλάκα πάνω στην οποία ψηνόταν η πίτα και στη συνέχεια, συνεκδοχικά, την ίδια την πίτα και, τέλος, κατ επέκταση είδος … Dictionary of Greek
ρηχία — και ρήχη, η, Ν [ρηχός] ωκεαν. το κατώτερο σημείο στο οποίο φθάνει η στάθμη τής θάλασσας κατά την παλιρροϊκή φάση τής αμπώτιδας … Dictionary of Greek
ρηχός — (I) (ῥηχός) ὁ, Α ιων. τ. βλ. ῥαχός. (II) ή, ό, θηλ. και ιά, Ν 1. αυτός που δεν έχει βάθος, αβαθής («ρηχή θάλασσα») 2. μτφ. επιπόλαιος, επιφανειακός, ελαφρόμυαλος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ρηχά τα αβαθή μέρη τής θάλασσας, τών οποίων το… … Dictionary of Greek